- γλαμώδης
- γλᾰμώδης, ες,A = γλαμυρός, EM232.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαμώδης — γλαμώδης, ες (Α) ο γλαμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός*, γλάμων* σε ώδης] … Dictionary of Greek
γλαμῶδες — γλαμώδης masc/fem voc sg γλαμώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… … Dictionary of Greek